Σκαλίζοντας το άλμπουμ με τις αναμνήσεις
16 Φεβρουαρίου, 2019Βουλγαρία
23 Φεβρουαρίου, 2019Το τάμα
Κάποιες διαδρομές με την μηχανή είναι μοναχικές όσο και αν αγαπάς όσο και αν σε αγαπούν. Μια τέτοια διαδρομή αφορά την εκπλήρωση ενός τάματος
Τον παππού μου, από τη μεριά του πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Μόνο από μια, κιτρινισμένη πια, φωτογραφία τον ξέρω. Από τη βάφτιση μου. Περπατά στον παραλιακό δρόμο για το ξωκλήσι του Άγιου Παντελεήμονα και γύρω του οι πέντε γιοί του. Πρόσωπα γελαστά, που λάμπουν και κείνος στη μέση, δύο στρέμματα πλάτες που αντιστέκονταν στο χρόνο και την αρρώστια. Να προλάβει να ακούσει τον παπά να δίνει το όνομα του στον σπόρο του σπόρου του κι ύστερα να πει το «έτοιμος να φύγω».
Από κάτι μισές κουβέντες έμαθα την ιστορία του. Κουβέντες που λέγονταν ανάμεσα στους καφέδες που έψηνε ο πατέρας μου στον καφενέ του και στα ποτήρια που μάζευα εγώ. Κουβέντες βιαστικές, κουρασμένες, θυμωμένες καμιά φορά, καθυστερούσα τη δουλειά, που τις ρουφούσα, τις στόλιζα και με τη φαντασία μου κι έφτιαχνα την ιστορία του. Για την καταστροφή, το χαλασμό, τον ξεριζωμό του ’22, αλλά και για τα χέρια του που έστυψαν την πέτρα και έβγαλε νερό για να ανθίσει ξανά η ζωή. Σε άλλους τόπους πια.
Το είχα πάντα στο νου να πάω κάποια στιγμή να δω το χωριό του. Κι όταν έβγαλε ο Θανάσης πέρσι το ταξίδι στην Τουρκία, είπα να η ευκαιρία. Κι άρχισα να ρωτώ δεξιά και αριστερά πληροφορίες πως θα πάω, σημάδια να ακολουθήσω. Κι εκεί πάνω στον πυρετό της προετοιμασίας, έσκασε η μάνα μου το μυστικό: «Ήθελε κι ο πατέρας σου να πάει, μα τον πρόλαβε η αρρώστια». Κοντοστάθηκα, «θα πάω εγώ» της είπα και έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο μη μυριστεί τον κόμπο.
Ο ήλιος έκαιγε μες το καταμεσήμερο. Είχαμε αφήσει πίσω μας το Αϊβαλί και πορευόμασταν προς Τσανάκαλε. Ο Σταύρος με πλησίασε και μου έκανε νόημα. «Σε δύο χιλιόμετρα» μου είπε μέσα από το κράνος. Το στομάχι μου άρχισε να σφίγγει. Σε λίγο έστριψα και άρχισα να ανηφορίζω το δρόμο για το χωριό.
Τα πρώτα σπίτια φανήκαν. Έκανα δεξιά κι έσβησα τη μηχανή. Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν. Άρχισα να περπατώ στα καλντερίμια, «εδώ περπατούσε» σκεφτόμουνα, να ακουμπώ πέτρες από σπίτια, να μυρίζω μυρωδιές. Χάθηκα μες τα στενά, μες τις εικόνες, μες τη φαντασία μου. Σε κάθε γωνιά τον έβλεπα. Τον φαντάστηκα να στέκει εκεί στην κορφή του λόφου, στην άκρη του χωριού και να αγναντεύει τη Μυτιλήνη, σιγοψιθυρίζοντας ένα σκοπό μικρασιάτικο.
Σε ένα καφενέ ένας παππούς πίνει το ναργιλέ του. «Γνώριζες το όνομα της οικογένειας του;» ρωτώ. Σαν μου αποκρίθηκε ναι, βούρκωσα. Γύρισα στη μηχανή, έβαλα μπρος και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Ο χρόνος με πίεζε. Υποσχέθηκα νοερά μέσα μου να γυρίσω και πάλι.
Το ταξίδι βγήκε με το Odyssey Tours, 27 Αυγούστου αναχωρώ. Μόνο που τούτη τη φορά θα έχω πιο πολύ χρόνο. Και όχι δεν θα περάσω από Μυτιλήνη στο Αϊβαλί, μόνο θα πάω από τον άλλο δρόμο, τον πιο μακρύ. Από την Πόλη για να μυρίσω μυρωδιές κι ύστερα θα χαθώ στα βάθη της Καππαδοκίας. Να δω ανθρώπους να σκάβουν τη γη με την τσάπα και να οργώνουν με τα βόδια, όπως ο παππούς μου. Να δω εκκλησιές που προσκύνησε, δρόμους που περπάτησε, δροσιές που ξαπόσταινε.
Και στο τέλος θα καταλήξω στο χωριό του, το Αντά Τεπέ. Θα κάτσω κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού και θα παραγγείλω καφέ σκέτο, όπως τον έπινε ο πατέρας μου. Θα ανάψω κι ένα τσιγάρο, έτσι για να καίει, κι εκεί μες το καταμεσήμερο, θα καλέσω προσκλητήριο. Και θα φωνάξω τον πατέρα και τον παππού μου, να ανταμώσουμε και να εκπληρώσουμε το τάμα.
Φωτογραφίες από αυτό το μοναδικό ταξίδι θα δείτε στη συνάντησή μας!