Τροποποίηση λειτουργίας λόγω έκτακτων μέτρων
3 Νοεμβρίου, 2020Ας γνωριστούμε ταξιδεύοντας
1 Απριλίου, 2021Αποχαιρετισμός
Πάνε χρόνια τώρα που ένα κείμενο στον ειδικό τύπο άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμουν με τα «άψυχα» αντικείμενα. Κρατήστε τα εισαγωγικά, συνειδητά τα βάζω, στο τέλος θα διαβάστε το γιατί. Το κείμενο με τον τίτλο «Οι μοτομονογαμικοί» το είχε γράψει ο συγγραφέας Ντάνης Φώτος, ο οποίος αναφερόταν σε ανθρώπους που, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «δεν μπαινοβγαίνουν σε ζωές, μόδες, κατανάλωση, αλλά συνειδητά επιλέγουν έναν άνθρωπο, μια δουλειά, μια μηχανή και με αυτό ζουν και δεν το αλλάζουν μέχρι τέλους του βίου τους, συντάξεως, γενικής επισκευής πλαισίου και μοτέρ. Ανθρώπους που ζουν με αυτό που επέλεξαν, το αναδεικνύουν, μέχρι τη στιγμή που η ολική αρμονία των πραγμάτων τους δείχνει ότι ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.» Τη σελίδα την έχω σκίσει και την έχω κάνει κορνίζα για να θυμάμαι, να μην ξεχνώ.
Ομολογώ πως το κείμενο αυτό ήρθε και απλώθηκε σαν βάλσαμο πάνω στην κουρασμένη μου ψυχή, αλλά και την, γιατί να το κρύψω άλλωστε, ματωμένη τσέπη μου. Για χρόνια έτρεχα να «προλάβω» μπαινοβγαίνοντας σε ζωές ανθρώπων. Για χρόνια έτρεχα να προλάβω την εξέλιξη, ανεβοκατεβαίνοντας σε σέλες. Και για χρόνια, στο τέλος της ημέρας, στεκόμουν με άδεια μάτια, άδεια χέρια, ξοδεμένος, να ετοιμάζομαι να γεμίσω ως ναρκομανής το κενό με μια ακόμα «δόση».
Αν και παιδί του χειμώνα, ο Ιούνιος είναι για εμένα μήνας των αλλαγών, ο ερχομός του καινούριου. Ιούνιο παρουσιάστηκα στο στρατό, βγήκα για πρώτη φορά από τα στενά όρια του νησιού, είδα ανοιχτό δρόμο, Ιούνιο έκανα το πρώτο μου οδικό ταξίδι στο εξωτερικό. Ιούνιο γνώρισα τη σύντροφο της ζωής μου, Ιούνιο πέρασα και το κατώφλι της Motion n’ Style στο Χαλάνδρι για να δώ από κοντά το βαυαρικό δικύλινδρο. Καιρό τώρα ο πεθερός μου-είχε μια R50 στα νιάτα του- μου πιπίλαγε το μυαλό για τον στακάτο ήχο και τα ταξίδια της νιότης του στην Κεφαλονιά με την κόρη του. Εγώ πάλι, παιδί μεγαλωμένο με γιαπωνέζικες τετρακύλινδρες υστερίες και βελόνες στα κόκκινα, δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κοιτά από ψηλά «τα καρπούζια» που έλεγε και ο κυρ-Μιχάλης στο χωριό, άλλος R50ης και αυτός, ο Θεός να αναπαύσει τη ψυχή του. Σαν γύρισα όμως τη σελίδα του περιοδικού και είδα την αγγελία, κάτι σαν μαγνήτης τράβηξε το βλέμμα μου. Γυρνούσα τις σελίδες, κοίταζα παρακάτω, μα ως άλλη τυραννισμένη φιγούρα που ξεπήδησε από ποίημα του Καβάφη, επέστρεφα σε αυτή. Και επειδή είμαι άνθρωπος των συμβόλων και των συμβολισμών, είπα «στη σέλα της πάνω μπορώ να με δώ».
Ανακαλώ μέχρι σήμερα τη στιγμή που πέρασα το κατώφλι της έκθεσης και την είδα στη γωνία. Ναι σωστά διαβάζετε, στη γωνία. Μακριά από τα βλέμματα, παιδί ενός κατώτερου θεού με πρόσωπο που «μόνο μια μάνα μπορούσε να αγαπήσει». Και εγώ θα προσθέσω εγώ. Περιτριγυρισμένη από απαστράπτοντα και φορτωμένα GS που πουλούσαν σαν ζεστό ψωμί, παρατημένη από τον ιδιοκτήτη της «γιατί δεν τον βόλευε» περίμενε υπομονετικά. Περίμενε εμένα. Γιατί να ξέρετε δεν υπάρχει μηχανή που να μην την έχει, έστω και ένας αναβάτης, αγαπήσει. Ακόμα και αυτές που στην εποχή τους ήταν αντικείμενα μίσους και κοροϊδίας, χρόνια μετά, ντυμένες με το πέπλο των αναμνήσεων και του χρόνου που βάρυνε πρόσωπα και μοτέρ, γίνονται αντικείμενο πόθου.
Τα Κ έγειραν στο πλαϊνό σταντ, τα GS έβγαλαν τις πλαϊνές βαλίτσες τους και ένας μικρός διάδρομος άνοιξε, για να χωρέσουν οι μυώδεις γραμμές του. Ο πωλητής πάτησε τη μίζα, ο τραχύς ήχος με τρόμαξε, κι όλα άρχισαν να κινούνται δεξιά-αριστερά. Κούμπωσα την πρώτη, άφησα με φόβο το συμπλέκτη και ξεκίνησα. Σαν ένα μικρό παιδί που του αγόρασαν ένα παιχνίδι που ήθελε πολύ και το συναίσθημα το πλημυρίζει. Ενάμισι χρόνο μετά την ημερομηνία πρώτης αδείας, τρεις χιλιάδες οχτακόσια χιλιόμετρα μετά, τον Ιούνιο του 2008, ο ήλιος περήφανα έλαμπε πάνω στα πλαστικά της. R 1200 ST.
Ταξίδια κάνουμε όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι. Σήμερα όμως δε θα μιλήσω για το που κύλησαν οι ρόδες της, που με πήγε να δω τον ήλιο να ανατέλλει, σε πια σοκάκια που μου κλέψανε την καρδιά με ταξίδεψε. Σήμερα θέλω να μιλήσω για ένα άλλο ταξίδι, αυτό προς τα μέσα. Ο καλός φίλος Παναγιώτης Κουτρουβίδης στο βιβλίο του «Στιγμές των Πραγμάτων» μιλά για τα πράγματα που βλέπουμε, αγγίζουμε, χρησιμοποιούμε και ξαφνικά, κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε ότι τα έχουμε συνδέσει με αναμνήσεις, στιγμές , σκέψεις.
Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει πρώτα να δημιουργήσω με το αντικείμενο σχέση. Και σχέση δημιουργώ, μόνο με κάτι που με ενδιαφέρει. Με κάτι που θα το προσεγγίσω, θα κάνω ότι μπορώ να το βελτιώσω και στο τέλος της ημέρας θα το αποδεχθώ όπως είναι. Με κάτι που, εγώ θα βλέπω , εκεί που άλλοι θα αποστρέφουν το βλέμμα τους. Γιατί ήθελα να είμαι μαζί του. Κάθε φορά που έσκυβα να χουφτώσω το τιμόνι ήθελα να είμαι μαζί του. Ήθελα να είμαι μαζί του γιατί στις μαύρες μου με ησύχαζε με το στακάτο ήχο της Laser. Γιατί στολίστηκε και με πήγε ντυμένο γαμπρό στο γάμο μου. Γιατί φόρεσε κορδέλα μαύρη στην κηδεία του Βασίλη. Γιατί όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα, μου είπε «εγώ είμαι εδώ» και κουβαλούσε φάκελα στο «υπόλοιπο Αττικής». Γιατί με έφερε μονοκοπανιά από το Τσανάκαλε στην Αθήνα χωρίς να κακοτροπιάσει.
Πρωταγωνιστής στη ζωή μου για δώδεκα χρόνια και διακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα. Εικόνες και αναμνήσεις από ένα μούτρο που μόνο μια μάνα, μαζί και εγώ, μπορούσε να αγαπήσει. Η ίδια η ζωή όμως μας καλεί σε αλλαγές. Μας ζητά να παίρνουμε ρίσκα. Να προχωράμε. Το για ποιους λόγους έπρεπε να αλλάξω μηχανή, θα σας το διηγηθώ άλλη φορά. Για την ιστορία κρατάμε ότι έπρεπε να πω αντίο…
Η αυλαία πέφτει. Τα φώτα σβήνουν. «Έχουν τα πράγματα ψυχή;» αναρωτιέται φωναχτά μια φωνή. «Μόνο όση μπόρεσαν να κλέψουν από τη δική μας» απαντά η ψυχή καθώς χάνεται στα σκοτάδια.
ΥΓ. Στο κείμενο χρησιμοποίησα δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του καλού φίλου, ερευνητή και καθηγητή Πανεπιστημίου, Παναγιώτη Κουτρουβίδη με τίτλο «Στιγμές των Πραγμάτων», εκδόσεις Φίλντισι, 2020